Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έπαιτον — ἔπαιτον, το (Α) αιγυπτιακό μέτρο (πιθ. ερμ.) … Dictionary of Greek
ἐπαίτου — ἔπαιτον neut gen sg ἐπαίτης beggar masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)